στιχοποιός

στιχοποιός
ο , η см. στιχουργός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στιχοποιός" в других словарях:

  • στιχοποιός — ο, ΝΑ 1. στιχουργός 2. (με ειρωνική σημ.) στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • στιχοποιός — ο, η αυτός που γράφει στίχους, μέτριος ποιητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • στιχοποιία — η / στιχοποιΐα, ΝΑ [στιχοποιός] σύνθεση στίχων, στιχουργία …   Dictionary of Greek

  • στιχοποιώ — έω, Α [στιχοποιός] συνθέτω στίχους, στιχουργώ …   Dictionary of Greek

  • στιχουργός, ο — και η στιχοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»